πολυγενετικός

πολυγενετικός
-ή, -ό, Ν
(χημ. τεχνολ.) χαρακτηρισμός χρωστικών υλών που παρέχουν διαφορετικές αποχρώσεις ανάλογα με το μέσον πρόστυψης που επιλέγεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”